- συγχόνδρωσιν
- συγχόνδρωσιςjunctionfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συννεύρωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ σύνδεση και σύμφυση μέσω νεύρου («συγχόνδρωσιν μὲν τὴν διὰ χόνδρου σύμφυσιν, συννεύρωσιν δὲ τὴν διὰ νεύρου», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νεῦρον + κατάλ. ωσις (< ρ. σε όω / ῶ)] … Dictionary of Greek